- κτητορικόν
- κτητορικόςof an ownermasc acc sgκτητορικόςof an ownerneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
PATRONATUS Jus — hodie aliter iur Civili, aliter Cononicô accipitur. Nam iure Civiliappellatur hoc ius, quod Patroni in libertorum persona bonisque habent, operarum scil. exactionem, intestati successionem, bonorum possessionem contra tab. tit. de iur. part. Vide … Hofmann J. Lexicon universale
POSSESSOR — I. POSSESSOR Episcopus Afer celebris admodum. Ab Arianis Africâ expulsus, A. C. 517. Constantinopolim se recepit, indeque Hormisdam Episcopum Romanum de Monachis Scythiae monuit, qui Faulto Reiensi adhaerere, contra Augussinum, dicebantur. Qui… … Hofmann J. Lexicon universale
κτητορικός — ή, ό (Μ κτητορικός, ή, όν) [κτήτωρ] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κτήτορα («τὸ δὲ νῡν βασιλικὸν ἀρίστευμα καινίσει μὲν καὶ τὸ πάλαι κτητορικὸν ὄνομα», Ευστ.) 2. αυτός που προέρχεται από τον κτήτορα (α. «κτητορική μονή» η μονή που έχει… … Dictionary of Greek
Οικονόμος, Κωνσταντίνος, ο εξ Oικονόμων — (Τσαρίτσανη 1780 – Αθήνα 1857). Λόγιος κληρικός, διαπρεπής ρήτορας και θεολόγος. Γιος λόγιου ιερέα, ο Ο. διδάχτηκε από τον πατέρα του όχι μόνο τα πρώτα γράμματα, αλλά και τα πρώτα στοιχεία της εκκλησιαστικής φιλολογίας και ρητορικής. Έτσι, όταν… … Dictionary of Greek